- ηωζωϊκός
- (αιών) ο геол эозойская эра
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηωζωικός — ή, ό γεωλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περίοδο τής πρώτης εμφάνισης τής ζωής πάνω στη γη 2. φρ. «ηωζωικός αιώνας» γεωλογική περίοδος που τοποθετείται μεταξύ τού αρχαϊκού αιώνα και τού Καμβρίου και αποτελεί τη δεύτερη υποδιαίρεση τού… … Dictionary of Greek